έκδυμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔκδυμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδυμα — το (AM ἔκδυμα) ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο τού φιδιού μσν. πτώμα … Dictionary of Greek